Πιο συγκεκριμένα βοηθάει στην απορρόφησή τους από το έντερο και στη μεταφορά από το αίμα στα οστά και τα δόντια. Είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη λειτουργία της παραθορμόνης.
Έτσι η έλλειψή της προκαλεί μαλακά, λεπτά και εύθραυστα κόκκαλα. Στα παιδιά κάνει ραχίτιδα, στους μεγάλους οστεομαλακία ( με πόνο στα οστά και μυϊκή ατονία) και στους μεγαλύτερους σε συνδυασμό με την έλλειψη ασβεστίου οστεοπόρωση.
Δεν είναι όμως μόνο γι αυτό γνωστή η βιταμίνη D. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 έχει ανοίξει ένα νέο ερευνητικό πεδίο για τη δράση της βιταμίνης. Παίζει σπουδαίο ρόλο στη λειτουργία των μυών, των νεύρων και του ανοσοποιητικού συστήματος καθώς έχουν βρεθεί υποδοχείς στα κύτταρα αυτών των ιστών.
Οι μύες χρειάζονται τη βιταμίνη D για να κινούνται, τα νεύρα για να μεταβιβάζουν τα μηνύματα και το ανοσοποιητικό για την αντιμετώπιση εισβολέων και όχι μόνο.
Η έλλειψή της έχει ενοχοποιηθεί για καρδιακά προβλήματα, για τη πολλαπλή σκλήρυνση, κάποιους τύπους καρκίνου, την εποχιακή γρίπη, το διαβήτη τύπου-1, την αρτηριακή υπέρταση, για προβλήματα εγκεφαλικής λειτουργίας και για τη ρύθμιση του βάρους.
Εδώ να αναφέρουμε ότι ενώ παλαιότερα τα περιστατικά διαβήτη τύπου-1 στη Νορβηγία ήταν 400 φορές περισσότερα από της Βενεζουέλας , με την εφαρμογή προγράμματος χορήγησης βιταμίνης D από τη βρεφική ηλικία το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά.
Επίσης το γεγονός ότι η βιταμίνη D χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της ψωρίασης που είναι μία αυτοάνοσος κατάσταση συνηγορεί στα παραπάνω.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D;
Τη παίρνουμε με τρείς (3) τρόπους:
- Από το δέρμα. Η απευθείας έκθεση στον ήλιο μετατρέπει τη χοληστερίνη σε βιταμίνη D. Όμως πίσω από παράθυρο, στη σκιά και στη συννεφιά δεν έχουμε αποτέλεσμα. Προσοχή : 15’ είναι αρκετά. Περισσότερη έκθεση στον ήλιο χωρίς προστασία οδηγεί σε εγκαύματα, γήρανση του δέρματος και κακοήθειες.
- Από τις τροφές. Κυρίως από το μουρουνέλαιο. Ακόμα από ψάρια ωκεανού - σολομό, τόνο, σκουμπρί, σαρδέλες- και λιγότερο από τον κρόκο του αυγού, τα τυριά και το μοσχαρίσιο συκώτι. Τροφές όπως το γάλα, οι χυμοί , τα δημητριακά ολικής άλεσης και κάποιες ποικιλίες μανιταριών εμπλουτίζονται με τη βιταμίνη.
- Από τα συμπληρώματα διατροφής. Συνιστώμενη ημερήσια δόση για τους περισσότερους είναι οι 600 IU( international units= διεθνείς μονάδες). Εξαίρεση αποτελούν τα μωρά που χρειάζονται 400 IU και οι άνω των 70 ετών που χρειάζονται 800 IU.
Υπάρχουν 5 τύποι βιταμίνης D. (D1, D2, D3, D4, D5). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τη περίπτωσή μας η D2 και η D3.
H D2 ( εργοκαλσιφερόλη ) προέρχεται κυρίως από τα φυτά αλλά και από τα ασπόνδυλα και τα μανιτάρια που παρουσία υπεριώδους ακτινοβολίας (UV) μετατρέπουν την εργοστερόλη σε βιταμίνη.
Η D3 (χοληκαλσιφερόλη) είναι ζωικής προελεύσεως αλλά παράγεται και ενδογενώς από τον ήλιο. Στα συμπληρώματα θα βρούμε και τις δύο μορφές με την D3 να έχει ένα μικρό προβάδισμα .
Για περισσότερες πληροφορίες ρωτήστε τον Φαρμακοποιό σας.
ΠΟΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D;
-
Οι ηλικιωμένοι. Μειώνεται η ικανότητα διαχείρισης.
- Τα μωρά που θηλάζουν. Το γάλα δεν περιέχει τη βιταμίνη.
- Τα σκουρόχρωμα άτομα. Τα μελανωκύτταρα εμποδίζουν τις ακτίνες του ηλίου.
- Ασθενείς με ηπατοπάθεια, κυστική ίνωση, νόσο γλουτένης και νόσο του crohn.
- Παχύσαρκοι. Το λίπος δεσμεύει τη βιταμίνη.
- Όσοι έχουν κάνει γαστρικό bypass.
ΠΩΣ ΠΑΡΑΓΕΙ Ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D;
Παρουσία της ακτινοβολίας του ηλίου η 7-δευδροχοληστερόλη ( προ-χοληστερόλη) που βρίσκεται στο δέρμα μετατρέπεται σε χοληκαλσιφερόλη ( προβιταμίνη D3) που είναι η ανενεργός μορφή. Υποδοχείς της υπάρχουν στο ήπαρ αλλά και στα νεφρά, τους πνεύμονες, το δέρμα, τον εγκέφαλο, τον προστάτη, κατά μήκος των αγγείων και τα μαστοκύτταρα. Αυτή μαζί με τη βιταμίνη που παίρνουμε από τις τροφές καθώς και από τα συμπληρώματα υπόκειται στη πρώτη υδροξυλίωση κυρίως στο ήπαρ και μετατρέπεται σε 25-υδρόξυβιταμίνη D3 ( ΚΑΛΣΙΔΙΟΛΗ) που είναι η κυκλοφορούσα μορφή. Υποδοχείς της υπάρχουν στα νεφρά αλλά και στο ήπαρ, τους πνεύμονες, τον εγκέφαλο, το κόλον, τους λεμφαδένες, τα μονοκύτταρα, τους δενδρίτες, τον πλακούντα και το ανοσοποιητικό. Θα χρειασθεί άλλη μία υδροξυλίωση κυρίως στα νεφρά για να μετατραπεί σε 1,25-διυδρόξυβιταμίνη D3 (ΚΑΛΣΙΤΡΙΟΛΗ) την ενεργό μορφή.
ΠΩΣ ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΒΙΤΑΜΙΝΗ;
Μετριέται αιματολογικά η 25-υδρόξυβιταμίνη σε νάνο γραμμάρια ανά χιλιοστόλιτρο . Γενικά τιμές 12ng/ml – 50 ng/ml εθεωρούντο φυσιολογικές όσο η γνώση μας περιοριζόταν στις αρχικές ενδείξεις της βιταμίνης. Με τις νεώτερες απόψεις όμως έχουμε και διαφορετικές τιμές. Έτσι τιμές >30 θεωρούνται κανονικές, από 20-30 ανεπαρκείς και <20 υπάρχει έλλειψη.
Ποια άτομα όμως είναι ύποπτα για χαμηλές τιμές;
- Άτομα που ζουν σε περιοχές με μικρή ηλιοφάνεια.
- Άτομα που δεν θρέφονται σωστά.
- Όταν υπάρχει πτωχή απορρόφηση τροφών.
- Όταν υπάρχουν ηπατικές και νεφρικές παθήσεις.
- Άτομα που χρησιμοποιούν φάρμακα όπως η φαινυτοίνη και η φαινοβαρβιτάλη που διασπούν τη βιταμίνη, η ριφαμπικίνη, η δακτυλίτιδα, τα κορτιζονούχα που ανταγωνίζονται τον μηχανισμό της επιβαρύνοντας την οστεοπόρωση καθώς και η χοληστεραμίνη και η ορλιστάτη που την δεσμεύουν και ελαττώνουν την απορρόφησή της.
ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Η υπερβιταμίνωση αυξάνει το ασβέστιο στο αίμα προκαλώντας σύγχυση, αποπροσανατολισμό, αρρυθμίες και πέτρες στα νεφρά. Η τοξικότητα της βιταμίνης εκδηλώνεται με ναυτία, εμέτους, ανορεξία, δυσκοιλιότητα, αδυναμία, κατάθλιψη και χάσιμο βάρους. Παρατηρείται συνήθως από την υπερκατανάλωση συμπληρωμάτων καθώς τη βιταμίνη που παίρνουμε από τον ήλιο και τις τροφές ο οργανισμός μπορεί να τη διαχειρισθεί. Παρότι είναι σπάνια η υπερβιταμίνωση, αυτοί που πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα είναι όσοι έχουν προβλήματα με το ήπαρ και τα νεφρά καθώς και όσοι χρησιμοποιούν θειαζιδικά διουρητικά. Αντιμετωπίζεται με το σταμάτημα της λήψης των συμπληρωμάτων καθώς και του ασβεστίου.
Ανώτερες ανεκτές τιμές θεωρούνται οι 1500 IU μέχρι δώδεκα μηνών, οι 3000 IU μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών και οι 4000 IU για τους ενήλικες.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ
Την εποχή που οι μανάδες κυνηγούσαν τους πιτσιρικάδες να πιούν τη κουταλιά του μουρουνέλαιου πρέπει να την ξανασκεφθούμε. Γιατί το πρόβλημα της ραχίτιδας (στραβά πόδια) μπορεί να το ξεπεράσαμε εμπλουτίζοντας ορισμένες τροφές με βιταμίνη D αλλά σύμφωνα με τα νέα δεδομένα οι ανάγκες του οργανισμού είναι μεγαλύτερες οπότε μετά τα δύο χρόνια ένα κουταλάκι του γλυκού μουρουνέλαιο δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα. Όσο για τη μυρωδιά ρωτήστε τον Φαρμακοποιό σας κάτι θα έχει να σας προτείνει.